καλοδέχομαι

Greek Monolingual

1. υποδέχομαι κάποιον ευχάριστα, κάνω καλή υποδοχή σε κάποιον
2. ακούω κάτι με ευχαρίστηση, αποδέχομαι κάτι με ευμένεια («δεν τά καλοδέχθηκε αυτά που του είπα»)
3. (η μτχ. ενεστ.) καλοδεχούμενος, -η, -ο
καλόδεχτος («είσαι πάντα καλοδεχούμενος στο σπίτι μας»).