καλόδεχτος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
-η, -ο καλοδέχομαι
1. αυτός που δέχεται κάποιον με τρόπο φιλόφρονα και ευχάριστο
2. αυτός που γίνεται δεκτός με ευχαρίστηση, που του γίνεται θερμή υποδοχή.
επίρρ...
καλόδεχτα
με καλοδεχούμενο τρόπο.