καλοπραγώ

Greek Monolingual

καλοπραγῶ, -έω (Α)
(σχόλ.) ευτυχώ, ευπραγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ό)- + -πραγῶ (< θ. πραγ-, πρβλ. πέ-πραγ-α του πράττω), κατά το εὐ-πραγῶ].