καμαρωτικός
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
καμαρωτική, καμαρωτικόν, used in vaulting, πήχεις POxy.921 (iii A.D.); ὠλέναι BGU1545.5 (iii B. C.).
Greek Monolingual
καμαρωτικός, -ή, -όν (Α καμαρώ
αυτός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καμαρών, αψίδων, θόλων.