καμαρωτικός

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμαρωτικός Medium diacritics: καμαρωτικός Low diacritics: καμαρωτικός Capitals: ΚΑΜΑΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kamarōtikós Transliteration B: kamarōtikos Transliteration C: kamarotikos Beta Code: kamarwtiko/s

English (LSJ)

καμαρωτική, καμαρωτικόν, used in vaulting, πήχεις POxy.921 (iii A.D.); ὠλέναι BGU1545.5 (iii B. C.).

Greek Monolingual

καμαρωτικός, -ή, -όν (Α καμαρώ
αυτός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καμαρών, αψίδων, θόλων.