καμεῖν

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

German (Pape)

[Seite 1316] aor. II. zu κάμνω.

Greek Monotonic

κᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κάμνω.

Russian (Dvoretsky)

καμεῖν: inf. aor. 2 к κάμνω.