кривой
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Russian > Greek
στρεπτός, περιφερής, κυρτός, γαμψός, γναμπτός, κάμπιμος, στρεβλός, κεκλασμένος, ῥοικός, καμπυλόεις, σκολιός, ἀγκύλος, καμπυλοειδής, διάστροφος, κυλλός, σκαληνός, ἑτερόφθαλμος, οὖλος, καμπύλος