κανακεύω

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

Greek Monolingual

κανακεύω) κανάκι
1. ανατρέφω με αγάπη και χάδια, με πολλές περιποιήσεις
2. περιποιούμαι, φέρομαι με αγάπη, καλοπιάνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κανακεμένος, -η, -ο
αγαπημένος, χαϊδεμένος.