κανθώδες, curved, prob. in Call.Fr.204.
[Seite 1321] ες, gebogen, ῥάμφος Callim. frg. 204.
κανθώδης: -ες, κυρτός, ῥάμφει κανθώδει Καλλ. Ἀποσπ. 204.
κανθώδης, -ες (Α) κανθόςκυρτός, καμπύλος («ῥάμφει κανθώδει», Καλλ.).