καπάρο

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

το
προκαταβολή που δίνεται ως εγγύηση αγοράς ή μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caparra < ρ. capparare «κρατώ»].