καπάρο

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

το
προκαταβολή που δίνεται ως εγγύηση αγοράς ή μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caparra < ρ. capparare «κρατώ»].