καπνοσπορέλαιο

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

το
λάδι το οποίο λαμβάνεται από εκχύλιση ή πίεση τών σπερμάτων του καπνού.