ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
καπνοῦχος, ὁ (Α)η καπνοδόκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].