καπνούχος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

καπνοῦχος, ὁ (Α)
η καπνοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].