καπνότοπος
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
Greek Monolingual
ὁ
τόπος στον οποίο καλλιεργείται καπνός ή έδαφος κατάλληλο για καπνοκαλλιέργεια.