καπνότοπος

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual


τόπος στον οποίο καλλιεργείται καπνός ή έδαφος κατάλληλο για καπνοκαλλιέργεια.