καρδαμόσπορο
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
το (Α καρδαμόσπορον)
ο σπόρος του κάρδαμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδαμον + σπόρος.
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
το (Α καρδαμόσπορον)
ο σπόρος του κάρδαμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδαμον + σπόρος.