καρδιόθεν
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
καρδιόθεν (Μ)
επίρρ. από την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδία + επιρρμ. κατάλ. -θεν, δηλωτική της προελεύσεως ή της από τόπου κινήσεως].