Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρότσα

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

Greek Monolingual

η (Μ καρότσα)
άμαξα που σύρεται από άλογα
νεοελλ.
1. το αμάξωμα τών, φορτηγών κυρίως, αυτοκινήτων
2. επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carrozza].