καστρότοπος
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Greek Monolingual
ο και καστροτόπι, το
1. τόπος στον οποίο έχει οικοδομηθεί κάστρο
2. τόπος κατάλληλος για κατασκευή κάστρου.