κασόνι
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
το
1. κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τοποθέτηση πραγμάτων ή μεταφορά εμπορευμάτων, κάσα
2. φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassone (μεγεθ. του cassa)].