κατάβραδα

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

επίρρ. σε πολύ προχωρημένη ώρα το βράδυ, τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βραδα (< βράδυ), πρβλ. κοντό-βραδα].