κατάβραδα

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

επίρρ. σε πολύ προχωρημένη ώρα το βράδυ, τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βραδα (< βράδυ), πρβλ. κοντό-βραδα].