Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατανύσσω

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανύσσω Medium diacritics: κατανύσσω Low diacritics: κατανύσσω Capitals: ΚΑΤΑΝΥΣΣΩ
Transliteration A: katanýssō Transliteration B: katanyssō Transliteration C: katanysso Beta Code: katanu/ssw

English (LSJ)

stab, gouge, τοὺς ὀφθαλμούς τινος Phleg.36.4J.:—elsewhere in Pass., with fut. -νῠγήσομαι LXX Si.20.21: aor. -ενύγην [ῠ] (v. infr.); to be sorely pricked, metaph., κατενύγησαν τὴν καρδίαν Act.Ap.2.37, cf. LXX Ge. 34.7: hence, to be bewildered, stunned, κάθισον -νενυγμένη LXX Is.47.5, cf. Ps.4.5, al.; keep silence, ib.Le.10.3.

German (Pape)

[Seite 1366] att. -νύττω, zerstechen, übh. Schmerz verursachen, auch geistig, betrüben, LXX u. N.T.; bes. pass., κατενύχθην u. κατενύγην, κατανυγήσεται, Hesych. erkl. κατανένυγμαι, neben λελύπημαι, auch durch ἡσύχασα, aus LXX.

French (Bailly abrégé)

piquer ; fig. pénétrer de douleur, de regret, de componction;
Pass. κατανύσσομαι;
1 être pénétré de douleur;
2 être pénétré de remords;
3 être taciturne, silencieux.
Étymologie: κατά, νύσσω.

Russian (Dvoretsky)

κατανύσσω: удручать, pass. (aor. 2 κατενύγην) сокрушаться (τῇ καρδίᾳ NT ).

Greek (Liddell-Scott)

κατανύσσω: (Ἀττ. -ττω), μέσ. κατανύσσομαι: ἀόρ. β΄ -ενύγην ῠ, κεντῶν σχίζω, καθ’ ὑπερβολὴν συγκινῶ, κεντῶ, μέσ., διεγείρομαι, συγκινοῦμαι, λυποῦμαι, μεταφορ., κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ Πράξ. Ἀπ. β΄, 37, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΔ΄, 7), Μαλαλ. 199Α, 234C· κατανύσσεται ἐς ψυχὴν (συνών. τοῦ κνήθω, κνίζω, δάκνω, κατακλῶ τὴν καρδίαν)· οὕτω, μεταμέλειαν αἱμάσσουσαν, ἀεὶ καὶ νύσσουσαν Πλούτ. 2. 476F. ΙΙ. θαμβοῦμαι, ναρκοῦμαι, κοιμῶμαι, Ἑβδ. (Ψαλμ. Δ΄, 5. κ. ἀλλ.)· τηρῶ σιγήν, αὐτόθι (Λευιτ. Ι΄, 3)·- πρβλ. κατάνυξις, εως· πρβλ. ἑρμην. Ἰω. Χρυσοστ., οὐ μὴ κατανυγῶ = οὐ μὴ μεταστῶ, οὐ μεταβληθῶ καταπλαγῶ, Ψαλμ. ΚΘ΄, 15· καὶ κατανῠγή·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει «κατανένυγμαι· λελύπημαι, ἡσύχασα» καὶ «κατάνυξις· λύπη, ἡσυχία».

English (Strong)

from κατά and νύσσω; to pierce thoroughly, i.e. (figuratively) to agitate violently ("sting to the quick"): prick.

English (Thayer)

2nd aorist passive κατενύγην (Buttmann, 63 (55)); to prick, pierce; metaphorically, to pain the mind sharply, agitate it vehemently: used especially of the emotion of sorrow; κατενύγησαν τῇ καρδία (τήν καρδίαν L T Tr WH), they were smitten in heart with poignant sorrow (A. V. literally, pricked), κατανενυγμένον τῇ καρδία, Susanna 10; of violent pity, John Malalas, chronogr. 1,18, Bonn. edition, p. 460). Cf. Fritzsche on Romans, ii., p. 558ff