ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
κατέστᾰθεν: κατεστεώς, ἴδε ἐν λέξ. καθίστημι.
κατέστᾰθεν: Αιολ. αντί -εστάθησαν, γʹ πληθ. αόρ. αʹ Παθ. του καθίστημι.