καταβάφω

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

καταβάφω (Μ)
1. βυθίζω εντελώς, καταβυθίζω
2. βάφω κάτι εντελώς.