καταθέτης
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
Greek Monolingual
ο, θηλ. καταθέτρια και καταθέτις
αυτός που καταθέτει χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για ασφάλεια ή για να εισπράττει τόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιωάννη Σκαλτσούνη].