καταθεώμαι

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

καταθεῶμαι, -άομαι (Α)
1. κατοπτεύω, βλέπω, παρατηρώ από ψηλό τόπο προς τα κάτω
2. παρατηρώ προσεκτικά
3. εξετάζω, μελετώ
4. λογαριάζω με τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)].