καταθεώμαι

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source

Greek Monolingual

καταθεῶμαι, -άομαι (Α)
1. κατοπτεύω, βλέπω, παρατηρώ από ψηλό τόπο προς τα κάτω
2. παρατηρώ προσεκτικά
3. εξετάζω, μελετώ
4. λογαριάζω με τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)].