κατακαλώ

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

κατακαλῶ, -έω (Α)
1. προσκαλώ
2. ανακαλώ
3. κάνω έκκληση
4. παθ. κατακαλοῦμαι, -έομαι
επικαλούμαι τους θεούς.