έκκληση

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔκκλησις)
έφεση δίκης
νεοελλ.
επίκληση, παράκληση, θερμή ικεσία
αρχ.
1. πρόσκληση
2. επίκληση με μαγικές επωδούς.