κατακοκκινίζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
κατακόκκινος
1. γίνομαι κόκκινος κυρίως από ντροπή ή θυμό
2. προσδίδω σε κάτι έντονο κόκκινο χρώμα.