καταλαγιάζω
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
Greek Monolingual
και καταλλαγιάζω
1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω
2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ
3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λαγιάζω «ησυχάζω»].