καταλαγιάζω
Greek Monolingual
και καταλλαγιάζω
1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω
2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ
3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λαγιάζω «ησυχάζω»].
και καταλλαγιάζω
1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω
2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ
3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λαγιάζω «ησυχάζω»].