λαγιάζω
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek Monolingual
1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω
2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λαγάζω, κατά τα ρ. σε -ιάζω].