λαγιάζω
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Greek Monolingual
1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω
2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λαγάζω, κατά τα ρ. σε -ιάζω].