καταλοιδορώ

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

καταλοιδορῶ, -έω (AM)
λοιδορώ με πάθος κάποιον, κακολογώ κάποιον με οξύτητα.