καταπεφνεῖν
French (Bailly abrégé)
v. κατέπεφνον.
English (Slater)
καταπεφνεῑν defect. aor., massacre κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν fr. 171.
Russian (Dvoretsky)
καταπεφνεῖν: (только aor. 2 κατέπεφνον, 3 л. sing. conjct. καταπέφνῃ, part. καταπεφνών или καταπέφνων) убить (τινά Hom., Soph.).