κατασκοπεία
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
η (Α κατασκοπία) νεοελλ.
1. η με μυστικούς πράκτορες συλλογή πληροφοριών για απόρρητα στοιχεία ενός άλλου κράτους
2. η ειδική υπηρεσία που εκτελεί το έργο αυτό
3. κοίταγμα στα κρυφά, μυστική παρακολούθηση
4. φρ. «βιομηχανική κατασκοπεία» — η μέσω πρακτόρων συγκέντρωση πληροφοριών που αφορούν απόρρητα στοιχεία μιας αντίπαλης εθνικής ή ξένης βιομηχανίας
αρχ.
ως επίθ. της Αφροδίτης («ναός Ἀφροδίτης Κατασκοπίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. κατασκοπία θηλ. ενός άχρηστου επιθ. κατασκόπιος. Το νεοελλ. κατασκοπεία < κατασκοπεύω.