νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
και καταξοδιάζω
1. (ενεργ. και μεσ.) κάνω υπερβολικές δαπάνες, ξοδεύω αφειδώς, σπαταλώ («καταξοδεύει την περιουσία του στα ταξίδια»)
2. βάζω κάποιον σε πολλά έξοδα («μέ καταξόδεψε με τις απαιτήσεις του αυτό το παιδί»).