κατασπορά
English (LSJ)
ἡ, sowing, PTeb.341.5 (ii A.D.), POxy.2121.42 (iii A.D.), Sch.Pl.Lg.853d, Phot. s.v. κερασβόλα.
German (Pape)
[Seite 1380] ἡ, das Besäen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπορά: ἡ, τὸ κατασπείρειν, τὸ σπείρειν κάτω εἰς τὴν γῆν, σπορά, Σχολ. Πλάτ. σ. 454 Bekker.
Greek Monolingual
κατασπορά, ἡ (Α) κατασπείρω
το να ρίχνει κάποιος τον σπόρο στη γη.