καταφρονητικῶς

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονητικός.

Russian (Dvoretsky)

καταφρονητικῶς: с пренебрежением, презрительно Xen., Dem., Plut.