καταχρήσασθαι

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao. de καταχράομαι;
inf. ao. Moy. de καταχράω.

Russian (Dvoretsky)

καταχρήσασθαι: inf. aor. к καταχράομαι.