καταχράομαι
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
Delph. καταχρέομαι SIG672.32 (ii B.C.), al.: fut.
A καταχρήσομαι Pl.Mx.247b: pf. κατακέχρημαι both in act. and pass. senses (v.infr.): aor. κατεχρήσθην (v.infr.11.4):—make full use of, apply, τινὶ εἰς... ἐπί... πρός τι, Pl.Lg.700c, R.520a, Cra.426e; μάρτυσι κ. πρὸς τὸ… Id.Phlb. 51a; κ. ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ… ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν Arist.Resp. 473a23, cf. Sens.444a25; λόγους… οἷσπερ νυνὶ κατακέχρηται (in act. sense) D.35.44; ἐν καιρῷ [πράξεσι] κ. Isoc.4.9; κενῇ προφάσει ταύτῃ κατεχρῶ D.18.150: c. acc., τὴν… ὑπερβολὴν ἐπὶ βοήθειαν κ. ἡ φύσις Arist.PA663b33; σχολὴν ἐς ἀκρόασιν Luc.Prom.4; τι εἴς τι IG22.1672.307 (iv B.C.), cf. J.BJ5.9.1: abs. in pf. part. in pass. sense, ἐξεύρημα… Ἀθήνησιν… κατακεχρημένον ἐν συμποσίοις ἰδίᾳ 'στί is fashionable at private banquets there, Amphis 14.4.
II do what one likes with a person or thing, καταχρήσασθέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος εἶναι Aeschin.1.122.
2 use up, consume, of money, etc., c. acc., Lys. 19.22 (bis); στέαρ PRev.Laws50.14 (iii B.C.); τὰ κρέα ἐν τὰν δαμοθοινίαν SIG671A7 (Delph., ii B.C.); lay out, apply money, εἴς τι D.49.4, IG9(1).694.34 (Corc., ii B.C.), 12(1).155.86 (Rhodes); ἐνταῦθα on this, D.47.50: pf. in act. sense, ὅσα κατακέχρημαι Ἀθήνησι D.L.5.69:—Pass., to be spent, consumed, Isoc.4.74; πλίνθου τῆς καταχρησθείσης εἰς τοὺς τοίχους PPetr.3p.139 (iii B.C.).
3 misuse, abuse, D. 19.277: c. dat., τῇ τῶν προγόνων δόξῃ μὴ καταχρησόμενοι Pl.Mx.l.c.; κ. ὀνόματι use it in a wrong sense, misapply it, Arist. Cael.270b24, Phld. Rh.1.43 S., cf. Str.5.1.2 (also abs., Phld.Rh.1.59 S.; fall into an error, Olymp. in Mete.279.11): c.acc., κ. τὴν σχολὴν εἰς τοῦτο Dionys. Com.4; τοῦ ἀρχαίου τι κ. misappropriate, Test.Epict.8.8.
4 of persons, in bad sense, make away with, destroy, kill, c. acc., Hdt. 1.82, 117, 4.146, al., Plb.1.85.1:—Pass., aor. καταχρησθῆναι, ἐδέοντό μιν κ. requested that he might be put to death, Hdt.9.120.
III pretend, allege, ὡς… D.43.39; ὅτι… Id.48.44.
B Act. καταχράω only Ion., used only in 3sg., ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the mane sufficed them for a crest, Hdt.7.70; elsewhere impers., it suffices, οὐδέ οἱ καταχρήσει… ὑμέων ἀπέχεσθαι nor will he be satisfied to keep his hands off you, Id.4.118; ὥς οἱ καταχρᾷ εἰ βούλονται that it is sufficient for him, if... Id.1.164; καταχρήσει = it will suffice, Phoen.2.21.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. καταχρήσομαι, ao. κατεχρησάμην, ao. κατεχρήσθην et pf. κατακέχρημαι au sens Pass.
I. tirer parti de, d'où
1 profiter de : τινι εἴς τι tirer parti d'une chose, exploiter une chose en vue d'une autre ; particul. προφάσει prétexter que;
2 user à discrétion de : καταχρήσασθέ μοι ESCHN usez de moi comme il vous plaira;
II. en mauv. part;
1 abuser de, faire un mauvais usage de, τινι;
2 user jusqu'à épuisement, consommer, acc. ; en parl. d'argent dépenser jusqu'à épuisement, acc. : p. ext., en parl. de pers. épuiser de mauvais traitements, tuer, acc..
Étymologie: κατά, χράομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χράομαι med., Ion. aor. 2 sing. κατεχρήσαο gebruiken, gebruik maken van, met dat.:; ἐν καιρῷ ταύταις καταχρήσασθαι op het juiste moment hiervan gebruik maken Isocr. 4.9; later ook met acc.; opgebruiken, besteden, met acc.:; μειράκιον εἰς ἡδονὰς τὰ τῆς φυγῆς ἐφόδια καταχρώμενον een jong kereltje dat de middelen van bestaan tijdens zijn ballingschap opmaakt aan pleziertjes Plut. Arat. 6.5; helemaal behandelen, met acc.; ook pass.: ἀνάγκη... τὰ μὲν μέγιστ’... ἤδη κατακεχρῆσθαι het kan niet anders of de belangrijkste zaken zijn al wel behandeld Isocr. 4.74. misbruiken, verkeerd gebruiken, met dat.: εἰ παρασκευάσαισθε τῇ τῶν προγόνων δόξῃ μὴ καταχρησόμενοι als jullie ervoor zorgen dat je de roem van je voorouders niet misbruikt Plat. Menex. 247b. ombrengen, doden, met acc.:; κ. ἑωυτόν zelfmoord plegen Hdt. 1.82.8; ook pass.: ἐδέοντό μιν καταχρησθῆναι zij vroegen dat hij ter dood werd gebracht Hdt. 9.120.4.
Russian (Dvoretsky)
καταχράομαι: (в знач. pass.: aor. κατεχρήσθην, pf. κατακέχρημαι)
1 применять, употреблять, пользоваться (τινι εἴς τι Plat., Dem., Plut.; τινι ἐπί τι Plat., Arst.; τινι πρός τι Arst.; τι εἴς τι Plut. и τινι ἔν τινι NT): μάρτυσι κ. πρός τι Plat. привлекать в качестве свидетелей для чего-л.;
2 (тж. κ. προφάσει или λόγῳ Dem.) использовать в качестве предлога, утверждать (ὡς … и ὅτι … Dem.);
3 использовать по своему усмотрению, распоряжаться: καταχρήσασθέ μοι Aeschin. поступайте со мной, как вам угодно;
4 расходовать полностью, растрачивать (τεσσαράκοντα μνᾶς Lys.);
5 злоупотреблять (τῇ τῶν προγόνων δόξῃ Plat.; sc. τὸν κόσμον τοῦτον NT): κ. ὀνόματι Arst. употреблять слово в неправильном (или несобственном) смысле;
6 лишать жизни, убивать (τὸν παῖδα, ἑωυτόν Her.);
7 брать взаймы, занимать (τι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
καταχράομαι: καταχρήσομαι: πρκμ. κατακέχρημαι ἔν τε ἐνεργητικῇ καὶ παθ. σημασίᾳ, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. -εχρήσθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· καταχρεῖσθαι= καταχρῆσθαι, καταχρείσθωσαν= καταχρήσθωσαν ἐν Ἐπιγραφ. Δελφ. Dittenb.· ἀποθ. Κάμνω πλήρη χρῆσίν τινος, ἐφαρμόζω, τινι εἲς…, ἐπὶ… πρός τι Πλάτ. Νόμ. 700Β, Πολ. 520 Α, Κρατῖν. 426Ε· μάρτυσι (κοινῶς μάντεσι) κ. πρὸς τὸ… ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 51 Α· κ. ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ… ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 3, πρβλ. π. Αἰσθ. 5. 19, κ. ἀλλ.· λόγους… οἷσπερ νυνὶ κατακέχρηται (ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ.) Δημ. 939. 5· κ. τινι ἐν καιρῷ πράξεως Ἰσοκρ. 42D· κενῇ προφάσει ταύτῃ κατεχρῶ Δημ. 277. 17· συχνάκις παρὰ Δημοσθ. κατ. λόγῳ, λόγοις 939· προφάσει 277· ἀπολογίᾳ 1023, καὶ παραλειπομένου τοῦ οὐσιαστ., κατεχρῶντο ὡς… 1062, 13· κατεχρήσατο πρὸς τοὺς δικαστὰς ὅτι… 1079, 7· μετ’αἰτ. (ἂν ἡ γραφὴ ὀρθή), τὴν… ὑπερβολὴν ἐπὶ βοήθειαν κ. ἡ φύσις Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 17·- ἡ μετοχὴ πρκμ. ἐπὶ παθητ. σημασ., ἐξεύρημα… Ἀθήνησιν… κατακεχρημένον ἐν συμποσίοις ἤδη’στέ, ἔχει πλέον καταντήσῃ ἐν Ἀθήναις σύνηθες, Ἄμφις ἐν «Διθ.»2. ΙΙ. μεταχειρίζομαί τι πρόσωπον ἢ πράγμα ὅπως ἂν θέλω, καταχρήσασθαί μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος εἶναι Αἰσχίν. 17. 19· ἑπομένως, 1) μεταχειρίζομαι διὰ τέλους, καταναλίσκω, ἐπὶ χρημάτων, μετ’ αἰτιατ., Λυσ. 153. 46., 154. 2· μεταχειρίζομαι τὰ χρήματα διά τι, εἴς τι Δημ. 1186. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 34, 2525b. 86· κατεχρήσαντο τὰς προσόδους παρὰ τοὺς νόμους Dittenb., καὶ κατ. τι εἴς τι αὐτόθι· ἐνταῦθα, εἰς τοῦτο τὸ πρᾶγμα, Δημ. 1154. 16· πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεργητ., ὅσα κατακέχρημαι Ἀθήνησι Διογ. Λ. 5. 69· ἀνάγκη δὲ τὰ μὲν μέγιστα κατακεχρῆσθαι, τὰ δὲ μικρὰ παραλελεῖφθαι, διὰ τῆς συχνῆς χρήσεως νὰ ἔχωσι καταναλωθῇ, ἐξαντληθῇ, Ἰσοκρ. 55D, ἐν παθ. σημασ. ὡς καὶ τὸ παραλελεῖφθαι. 2) κακῶς μεταχειρίζομαι, κακῶς ἐφαρμόζω, κάμνω «κατάχρησίν»τινος, Δημ. 430. 10· μετὰ δοτ., τῇ τῶν προγόνων δόξῃ καταχρῆσθαι καὶ καταναλίσκειν Πλάτ. Μενέξ. 247Α· κ. ὀνόματι, τὸ μεταχειρίζομαι μὲ ἐσφαλμένην σημασίαν, κακῶς ἐφαρμόζω (ἀκυρολογεῖν), Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 3, 13, Στράβ. 210· οὐκ ὀρθῶς τῇ δωρεᾷ κατακέχρηται Πλάτ. Ἐπιστ. 8. σ. 353Ε· χρῆσθαι ταῖς φιλίαις, οὐ κ. Συνέσ. 206Α· καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι Ἐπιστ. π. Κορινθ. ζ΄, 31 (πρβλ. καταναλίσκειν, καταπολαύειν)· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κ. τὴν σχολὴν εἰς τοῦτο Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμων.»2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. VIII, 9· πρβλ. καταχρηστικός. 3) ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταστρέφω, ἀφανίζω, φονεύω, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 82, 117., 4. 146, Πολύβ. 1. 85, 1·- οὕτω καὶ ἀόρ., καταχρησθῆναι, ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημ., Ἡρόδ. 9. 120· μοχλοὶ κατεχρήσθησαν εἰς σφύρας, ἐχρησιμοποιήθησαν. Ἐπιγρ. Dittenb. Β. Το ἐνεργ. καταχράω, εἶναι εὔχρηστον μόνον παρὰ τοῖς Ἴωσι, καὶ παρ’ αὐτοῖς δὲ μόνον ἐν τῷ γ΄ἑν., ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα, ἡ χαίτη ἤρκει εἰς αὐτοὺς ἀντὶ…, Ἡρόδ. 7. 70· ἀλλαχοῦ ἀπροσ., ἀρκεῖ, εἶναι ἀρκετόν, οὐδὲ οἱ καταχρήσει… ὑμέων ἀπέχεσθαι, οὔτε θὰ ἀρκέσῃ εἰς αὐτὸν (θὰ εὐχαριστηθῇ) νὰ ἀπομακρύνῃ τὰς χεῖράς του ἀπὸ σᾶς, ὁ αὐτ. 4. 118· ὣς οἱ καταχρᾷ εἱ βούλονται, ὅτι τῷ εἶναι ἀρκετὸν ἄν…, ὁ αὐτ. 1. 164· δός τι καὶ καταχρήσει, θὰ ἀρκέσῃ, Φοίν. Κολ. παρ’ Ἀθην. 360Α·- πρβλ. χρή, ἀποχράω.
English (Strong)
from κατά and χράομαι; to overuse, i.e. misuse: abuse.
English (Thayer)
καταχρωμαι; 1st aorist middle infinitive καταχρήσασθαι; in classical Greek
1. to use much or excessively or ill.
2. to use up, consume by use (German verbrauchen).
3. to use fully, the κατά intensifying the force of the simple verb (German gebrauchen) (Plato, Demosthenes, Diodorus, Josephus, others): Buttmann, § 133,18; Winer's Grammar, 209f (197)); τίνι, 1 Corinthians 9:18.
Greek Monotonic
καταχράομαι: μέλ. -χρήσομαι, παρακ. -κέχρημαι, και με Ενεργ. και με Παθ. σημασία·
I. 1. αόρ. αʹ -εχρήσθην·
Α. I. 1. Αποθ.· κάνω πλήρη χρήση πράγματος, εφαρμόζω, με δοτ., σε Πλάτ., Δημ.
2. χρησιμοποιώ στο έπακρο, καταναλώνω, με αιτ., σε Δημ.
3. κακομεταχειρίζομαι, καταχρώμαι, με δοτ., σε Πλάτ.
9. λέγεται για πρόσωπα, αφανίζω, εξολοθρεύω, φονεύω, με αιτ., σε Ηρόδ.· ομοίως, αόρ. αʹ καταχρησθῆναι, με Παθ. σημασία, τον ίδ.
II. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, διεκδικώ, σε Δημ. Β. Ενεργ., καταχράω, μόνο στους Ιων. συγγραφείς στο γʹ ενικ., ἀντὶλοφου ἡ λοφιὴ κατέχρα, η χαίτη αρκεί σ' αυτούς ως λοφίο, σε Ηρόδ.· απρόσ., οὐδέ οἱ καταχρήσει ὑμέων ἀπέχεσθαι, ούτε θα του αρκέσει να απομακρύνει τα χέρια του από εσένα, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -χρήσομαι perf. -κέχρημαι [perf. -κέχρημαι both in act. and pass. senses] aor1 -εχρήσθην
A. Dep.
I. to make full use of, apply, c. dat., Plat., Dem.
2. to use to the uttermost, use up, c. acc., Dem.
3. to misuse, abuse, c. dat., Plat.
4. of persons, to make away with, destroy, kill, c. acc., Hdt.;—so aor1 καταχρησθῆναι, in pass. sense, Hdt.
II. to pretend, allege, Dem.
B. Act.
Chinese
原文音譯:katacr£omai 卡他-赫拉哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-用
字義溯源:濫用,應用,使用,消耗,用盡;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(χράομαι)*=對待,供應)組成
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 用盡了(1) 林前9:18;
2) 使用的(1) 林前7:31
Translations
destroy
Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ; Egyptian Arabic: روح, خرب; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן