καταψήφιση
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Greek Monolingual
η (Α καταψήφισις) καταψηφίζω
αποδοκιμασία με ψήφο, αρνητική ψήφος, απόρριψη
αρχ.
καταδίκη.