καταϊδρώνω

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

1. ιδρώνω πάρα πολύ, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταϊδρωμένος, -η, -ο
ο βουτηγμένος στον ιδρώτα, κάθυγρος από τον ιδρώτα.