καταϊδρώνω

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

1. ιδρώνω πάρα πολύ, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταϊδρωμένος, -η, -ο
ο βουτηγμένος στον ιδρώτα, κάθυγρος από τον ιδρώτα.