κατεδήδοκα

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

French (Bailly abrégé)

v. κατεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

κατεδήδοκα: pf. к κατεσθίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεδήδοκα perf. act. van κατεσθίω.