κατεπάνω
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Greek Monolingual
(I)
(Μ κατεπάνω)
επίρρ. εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-άνω].
(II)
κατεπάνω, ὁ (Μ)
τίτλος πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή σε θέματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καπετάνιος].