κατερειπώνω
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(AM κατερειπῶ, -όω και κατεριπῶ, -όω)
μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω («ο σεισμός κατερείπωσε πολλά σπίτια»).