κατεσκαμμένος

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monotonic

κατεσκαμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του κατασκάπτω.