κατηφόρι

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Greek Monolingual

το κατήφορος
1. κατηφορικό δρομάκι ή μονοπάτι
2. κατηφορικό τμήμα ενός δρόμου.