κατσαρομάλλης

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και κατσαρομαλλούσα
αυτός που έχει κατσαρά μαλλιά, σγουρομάλλης.