κατσαρόλι

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

το
μικρή κατσαρόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσαρόλ-α + υποκορ. κατάλ. -ι (< -ιον)].