κατόχως

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
par l'effet de la possession ou de l'inspiration divine.
Étymologie: κάτοχος.

Greek Monolingual

κατόχως (Α)
επίρρ. βλ. κάτοχος.