ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
το1. μικρό κέδρο2. το ξύλο του κέδρου3. σανίδα ή ράβδος από ξύλο κέδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεδρ-ίον, υποκορ. του κέδρος.