κεκραγάριο

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

το (Μ κεκραγάριον)
(βυζ. μουσ.) ονομασία τροπαρίων που ψάλλονται στην αρχή της ακολουθίας του εσπερινού με πρώτο στίχο το «Κύριε εκέκραξα...»
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέκραγα, παρακμ. του κράζω.