ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
το (Μ κεκραγάριον)
(βυζ. μουσ.) ονομασία τροπαρίων που ψάλλονται στην αρχή της ακολουθίας του εσπερινού με πρώτο στίχο το «Κύριε εκέκραξα...»
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέκραγα, παρακμ. του κράζω.