κελευθιώ

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

κελευθιῶ, -άω (Α)
1. θέλω να οδεύω, να ταξιδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ιάω -, εφετικό ρ.].