ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
κενοδοξικῶς (Μ)επίρρ. με κενοδοξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κενοδοξικός < κενοδοξῶ].