κενοδοξικώς

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

κενοδοξικῶς (Μ)
επίρρ. με κενοδοξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενοδοξικός < κενοδοξῶ].